- Ανάβας
- Περκόμορφο ψάρι του γλυκού νερού, της υπερτάξης των τελεοστέων (οικογένεια αναβαντίδες). To κυριότερο και πιο παράδοξο χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι πως μπορεί να εγκαταλείπει προσωρινά το υγρό στοιχείο και να μετακινείται πάνω στο έδαφος, ακόμα και σε αρκετά μεγάλη απόσταση, για να περάσει από ένα υδάτινο περιβάλλον σε άλλο, πλουσιότερο σε τροφή. Το ψάρι αυτό βαδίζει χρησιμοποιώντας τα κοιλιακά πτερύγια και την ουρά του. Την οξείδωση του αίματος, όταν το ψάρι βρίσκεται έξω από το νερό, εξασφαλίζει ένα ειδικό αναπνευστικό όργανο, ο καλούμενος λαβύρινθος, που αποτελείται από δύο θαλάμους και βρίσκεται πάνω από τα βράγχια. Ο εισπνεόμενος αέρας έρχεται μέσα από τον φάρυγγα σε επαφή με τους ιστούς του λαβύρινθου που είναι γεμάτοι από πλήθος τριχοειδών αιμοφόρων αγγείων, όπου γίνεται η εναλλαγή αερίων μεταξύ του αίματος και του ατμοσφαιρικού αέρα που κυκλοφορεί μέσα σε αυτό το βοηθητικό αναπνευστικό όργανο.
Οι α. ζουν στις λίμνες, στους ποταμούς και στα έλη της ΝΑ Ασίας, καθώς και σε μερικές περιοχές της Αφρικής· τρέφονται κυρίως με σκουλήκια, μαλάκια και προνύμφες εντόμων. Ένα από τα πιο γνωστά είδη είναι ο ασιατικός α. o χελώνειος, μήκους περίπου 20 εκ. Οι α. αναζητούν την τροφή τους τις βραδινές και νυχτερινές ώρες. Όταν εξαιτίας της ξηρασίας δεν έχουν τη δυνατότητα να βρουν υγρό περιβάλλον, ανοίγουν μια τρύπα στη λάσπη όπου, σε κατάσταση λαθροβίωσης, περιμένουν να αρχίσει η περίοδος των βροχών.
* * *ο Ζωολ.γένος μικρόσωμων τροπικών ψαριών τής οικογένειας Anabantidae (υπόταξη Αναβαντοειδείς, τάξη Περκοειδείς, υπερτάξη Τελεόστεοι). Τα είδη τού γένους Ανάβας ζουν στα γλυκά νερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < Anabas, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < ἀναβάς, μετοχή αορ. β' τού ρ. ἀναβαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.